Κάλαντα Χριστουγέννων – Πίνακας του Ν. Λύτρα

Κάλαντα Χριστουγέννων – Πίνακας του Ν. Λύτρα

Η λέξη «κάλαντα» είναι λατινικής προέλευσης. Calendae σημαίνει «η πρώτη μέρα κάθε μήνα». Σύμφωνα με το εννιάτομο Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Δ. Δημητράκου τα κάλαντα είναι «ευχετήρια και εγκωμιαστικά ή εορταστικά άσματα αδόμενα υπό παίδων κατά τας παραμονάς των Χριστουγέννων, του Αγίου Βασιλείου και των Θεοφανίων».

Ο ρυθμός τους αλλά και η στιχουργική δομή θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό τα δημοτικά τραγούδια. Τα κάλαντα ξεκινούν συνήθως με κάποιον χαιρετισμό, στη συνέχεια αναγγέλουν τη γιορτή που πλησιάζει (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα) και καταλήγουν συνήθως σε ευχές προς το νοικοκύρη, την νοικοκυρά και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Ως προς τις παραλλαγές τους, είναι πραγματικά αξιοθαύμαστα πόσες πολλές συναντά κανείς, ακόμα και σε διπλανά χωριά. Αυτό δείχνει και τη διάθεση εμπλουτισμού και διαφοροποίησης κάθε περιοχής με ντόπια γλωσσικά στοιχεία αλλά και διάθεση να προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες συνήθειες και έθιμα κάθε περιοχής.

Η προέλευση του εθίμου πιθανότατα είναι αρχαιοελληνική καθώς έχουν βρεθεί αρκετά γραπτά που θυμίζουν τα μετέπειτα και σημερινά κάλαντα. Τα παιδιά στην αρχαία Ελλάδα πιθανότατα με κάποιο σκαλιστό ομοίωμα καραβιού ανά χείρας τραγουδούσαν τον ερχομό του θεού Διονύσου ενώ άλλες φορές κρατούσαν κλαδιά ελιάς στα οποία έδεναν κλωστές πάνω στις οποίες κρεμούσαν τις προσφορές των οικοδεσποτών που επισκέπτονταν. Αργότερα, στο Βυζάντιο, το καράβι αντικατέστησαν τα φαναράκια ενώ κάπου εκεί πρέπει να εμφανίζονται κάποια αυτοσχέδια κρουστά μουσικά όργανα που συνόδευαν την ως τότε α καπέλα ερμηνεία.

Σταθερά έχουν παραμείνει δύο χαρακτηριστικά. Αφενός το φιλοδώρημα που προσδοκούσαν από τον οικοδεσπότη που επισκεπτόταν, αφετέρου τα καλά λόγια (έπαινοι, παινέματα, ευχές) που περιείχαν τα κάλαντα προσωποποιημένα προς το νοικοκύρη. Το φιλοδώρημα, αναλόγως της εποχής κυμάνθηκε από γλυκίσματα (κουραμπιέδες, μελομακάρονα) και καρπούς μέχρι και μεγάλο χαρτζιλίκι την εποχή της ευφορίας. Οι τραγουδιστές – οργανοπαίκτες των καλάντων ονομάζονται «καλαντιστές».


Λίγα λόγια για τον πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα “Κάλαντα”

O κορυφαίος «ζωγράφος των Χριστουγέννων» – όπως τον αποκαλούν, τον δημιούργησε το 1872, και θεωρείται ένας από τους πιο ξακουστούς πίνακες στην ιστορία της ελληνικής ζωγραφικής. Πρόκειται για μία κορυφαία στιγμή στην ηθογραφική ζωγραφική της χώρας μας. Αποτυπώνει μια ομάδα παιδιών ντυμένα με παραδοσιακά ενδύματα, που κρατούν παραδοσιακά όργανα και λένε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα σε μια αυλή ενός παλιού αγροτικού σπιτιού.

Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Και τα μηνύματα που περνά ο συγκεκριμένος πίνακας είναι πολλά και σημαντικά. Δεν πρόκειται για μια απλή απεικόνιση ενός εθίμου, αλλά για ένα συμβολικό έργο. Καταρχάς, απεικονίζει πέντε παιδιά διαφορετικής καταγωγής και εθνικότητας. Με αυτόν τον τρόπο, ο ζωγράφος υπενθυμίζει το γνήσιο πνεύμα των γιορτών. Το τραγούδι και ο σκοπός του είναι κοινός. Δεν γνωρίζει διακρίσεις και χρώμα. Το μήνυμά του είναι διαχρονικό. Ειδικά για εποχές -όπως αυτή που ζούμε- που επικρατούν αντιλήψεις φανατισμού, ρατσισμού κι εθνικισμού.

Στη δεξιά μεριά του πίνακα βλέπουμε ένα άγαλμα που παραπέμπει στη Νίκη της Σαμοθράκης. Απέναντι και σχεδόν στο ίδιο ύψος με αυτό, στέκεται μια κοινή σκούπα – ή ό, τι απέμεινε από εκείνη. Στο βάθος υπάρχει ένα ξεραμένο δέντρο, δεμένο σ` έναν πάσσαλο για να μην πέσει. Πίσω από έναν τοίχο κρύβεται ένα παιδί που παρατηρεί… Μια μητέρα – που κι εκείνη φορά παραδοσιακή φορεσιά- κρατά στην αγκαλιά της το μωρό της και παρατηρεί τα παιδιά με τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της… Το λαμπρό χαμόγελο του μελαμψού τυμπανιστή ξεχωρίζει… Η κάθε λεπτομέρεια αυτού του πίνακα, όπως φαίνεται, εξυπηρετεί ένα σκοπό…

Η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαριλένα Κασιμάτη αναλύει: «Τα ποιητικότατα Κάλαντα διαφεύγουν με την εσωτερικότητα και την επινόηση του χρόνου στην ελληνικότατη ηθογραφική αυτή σκηνή, από κάθε κοινοτοπία. Τα σύμβολα που εισάγει, χωρίς τυμπανοκρουσίες -το μαρμάρινο θωράκιο της Νίκης, που δένει το σανδάλι της, αλλά ειρωνικά σχεδόν, βαλμένο δίπλα σε μια χορταρένια σκούπα, το γυάλινο ποτήρι με το νερό, που παραπέμπει στην κάθαρση που έρχεται από τα Ελληνόπουλα, που δεν εμφανίζονται ως γραφικά δείγματα μιας γνωστής τυπολογίας φορεσιών, το ξερό, άνυδρο δέντρο που δηλώνει την υφέρπουσα φτώχεια στο πρόσωπο της σκοτεινής μορφής, που μόλις φαίνεται πίσω από τον τοίχο.»

Πηγή:Elniplex.com

KLIKmagazine