Ερμηνεία της εικόνας της Ανάστασης.

Ερμηνεία της εικόνας της Ανάστασης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η Ορθοδοξία, έχει χαρακτηριστεί «Εκκλησία της Αναστάσεως». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, «αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε,  τότε η πίστη μας είναι χωρίς νόημα». Δεν θα μπορούσε λοιπόν η ιερή τέχνη της Αγιογραφίας να μην φωτίζεται από το φως της Αναστάσεως. Αν θέλουμε όμως να είμαστε ακριβείς, η ορθόδοξη ανατολική αγιογραφία δεν έχει εικόνα της Aναστάσεως. Ο ορθόδοξος αγιογράφος δεν προσπαθεί να γράψει ιστορία, γιατί τον ενδιαφέρει να γράψει θεολογία. Στην Ορθόδοξη εικονογραφία υπάρχουν δύο εικόνες, που αντιστοιχούν στη σημασία του γεγονότος αυτού και που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Η μία είναι συμβολική παράσταση. Απεικονίζει τη  στιγμή που προηγήθηκε της Ανάστασης  του Χριστού την Κάθοδο στον Άδη, η άλλη τη στιγμή που ακολούθησε την Ανάσταση του Σώματος του Χριστού, την ιστορική επίσκεψη των Μυροφόρων στον Τάφο του Χριστού.

Για να δηλωθεί η Aνάσταση του Χριστού, κατά καιρούς, χρησιμοποιήθηκαν διάφορες αναπαραστάσεις, που πολλές φορές ήταν δυτικής εμπνεύσεως. Για παράδειγμα συχνά βλέπουμε τον Χριστό να βγαίνει από τον τάφο  κρατώντας κόκκινη σημαία. Ο δυτικός ζωγράφος προσπαθεί να αποδώσει το γεγονός ιστορικά, ενώ η ορθόδοξη αγιογραφία προσπαθεί να αποδώσει το θεολογικό νόημα του γεγονότος.
Τα παραπάνω συμφωνούν και με τα αναστάσιμα τροπάρια της Εκκλησίας μας. Εξάλλου ακόμη κι οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν τίποτε για τη συγκεκριμένη στιγμή της Ανάστασης του Χριστού. Η εικόνα της καθόδου του Χριστού στον Άδη μας οδηγεί προς το εσωτερικό νόημα του γεγονότος και μας δίνει τη δυνατότητα να έρθουμε σε προσωπική σχέση με αυτό. Ο Χριστός εμφανίζεται ως ο Κύριος της Ζωής και της Κτίσης. Ο Χριστός κατέβηκε στη γη για να σώσει τον Αδάμ. Μη βρίσκοντας αυτόν κατέβηκε μέχρι τον Άδη ζητώντας τον.  Άρα η συνέχεια της εικόνας της Γεννήσεως του Χριστού με το σκοτεινό σπήλαιο και το Χριστό τοποθετημένο μέσα σε λάρνακα και τυλιγμένο όπως οι νεκροί, συνεχίζεται μέχρι το βαθύ σκοτάδι του Άδη ώστε να πραγματοποιηθεί το σχέδιο του Θεού.
Η παράσταση έχει σαν πλαίσιο βουνά, ως να είναι ανοιγμένα τα σπλάχνα της γης. Ο Άδης παρουσιάζεται με τη μορφή αβύσσου. Τα σκοτάδια του Άδη γεμίζουν από φως, από ακτινοβολία της δόξης του Θεανθρώπου που κατέβηκε μέχρι τα βάθη του.
                                                                                                                                                                                                                       

Οι πόρτες του Άδη βρίσκονται σπασμένες και σταυροειδώς τοποθετημένες. Μέσα στο σκοτάδι αυτό υπάρχουν σκορπισμένα κλειδιά, αλυσίδες, κλειδωνιές, άδειες μαρμάρινες λάρνακες. Εκεί βρίσκεται αλυσοδεμένος ένας ή πολλές φορές, δυο ηλικιωμένοι άνδρες. Είναι η προσωποποίηση του Άδη και του θανάτου αντίστοιχα που έχασαν τη δύναμη και την αξία τους.

Τώρα ο Θεός άνοιξε γέφυρα επικοινωνίας με τον άνθρωπο. Τον τραβά και τον ξυπνά από το λήθαργο του θανάτου μεταφέροντάς τον στο φως και τη ζωή. Η εικόνα μιλά για δυναμική κάθοδο του Χριστού στον Άδη. Ο χιτώνας Του είναι ανασηκωμένος για να δηλωθεί η καθοδική κίνηση.

Η όψη στο προσώπου Του είναι αυστηρή αλλά με έκφραση φιλάνθρωπη. Τα χέρια Του και τα πόδια Του φέρουν ακόμα τις τρύπες από τα καρφιά της Σταύρωσης.

Με την όλη ζωντάνια της κίνησης και με θεοπρεπή μεγαλοπρέπεια παρασύρει τους πρωτοπλάστους προς την ουράνια βασιλεία. Παίρνει τον Αδάμ και την Εύα, όχι από το χέρι αλλά από το καρπό του χεριού και με ορμή και δύναμη τους τραβά κυριολεκτικά έξω από τους τάφους τους.

Ο Αδάμ φαίνεται κουρασμένος από το θάνατο. Το χέρι του Αδάμ αδύνατο μοιάζει να ξεκουράζεται από το χέρι του Χριστού. Η κίνηση του δεξιού χεριού του Αδάμ, κίνηση αυτόνομη, εκφράζει την προσωπική θέλησή του και τείνει προς το Χριστό σαν προσευχή. Με αυτή την αντιθετική κίνηση των χεριών του Αδάμ ανοίγεται μυστικά η αναζωογόνηση του ανθρώπου που πηγάζει από την Ανάσταση, η πλήρης κατάργηση του θανάτου, η εσωτερική δύναμη της ψυχής που τείνει προς το Θεό.

Η Εύα σε μερικές αγιογραφίες βρίσκεται όρθια δίπλα από τον Αδάμ και τείνει και αυτή τα χέρια της προς τον Κύριο. Άλλοτε είναι γονατιστή και ανασηκώνει με σεμνότητα τα καλυμμένα χέρια της σε στάση προσευχής και υποδοχής, ελκυόμενη προς το Θεό της. Εδώ είναι μια συμβολική παράσταση που δηλώνει ότι ο Χριστός τραβώντας το Αδάμ από τον Άδη, τραβά κι όλο το ανθρώπινο γένος από το θάνατο. Ακόμη και στις εικόνες που η Εύα είναι πίσω σώζεται όπως και κάθε γυναίκα, αφού πλάσθηκε ισότιμη από το σώμα του Αδάμ. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η απαρχή της λυτρώσεως ολόκληρης της ανθρωπότητας.

 

Δεξιά και αριστερά του Χριστού βρίσκονται δύο ομάδες δικαίων της Παλαιάς  Διαθήκης. Ξεχωρίζουν οι βασιλιάδες  Δαβίδ και Σολομώντας. Είναι ντυμένοι με βασιλικά ενδύματα και στο κεφάλι φορούν στέμμα. Οι προφήτες Ιεζεκιήλ και Ησαΐας επειδή προφήτεψαν την ανάσταση των νεκρών βρίσκονται στην εικόνα. Μεταξύ των δικαίων ζωγραφίζεται κι ο Άβελ. Είναι νέος, αμούστακος και ξεχωρίζει διότι κρατά ποιμαντική ράβδο. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισε την πίκρα του Άδη από την άδικη  δολοφονία από τον αδελφό του.

Μπροστά τους στέκεται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο τελευταίος  προφήτης που άνοιξε το δρόμο για τον ερχομό του Χριστού στη γη. Με την κίνηση του χεριού του βεβαιώνει ότι για αυτό μιλούσε τόσες χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα. Οι άνθρωποι που νικούν τον θάνατο είναι οι Άγιοι.

Ωραία παρατηρήθηκε, πως «Η σύνθεση της εικόνας είναι βαθιά μελετημένη, ακόμα και στις μικρότερες λεπτομέρειές της. Όλα, από το σχήμα των βράχων στο δεύτερο επίπεδο ως και τις αναλογίες των χρωμάτων, περιέχουν ένα βαθύτερο νόημα και υπακούουν σε ένα γενικό σχέδιο. Η εικαστική απεικόνιση του απόκρυφου κειμένου αποκτά συμβολικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, όμως, δεν χάνεται η σχέση με τα συγκεκριμένα επεισόδια του κειμένου»